αγκιστροκλέφτης

αγκιστροκλέφτης
ο
1. κάθε ψάρι που κόβει και καταπίνει το αγκίστρι και, ειδικότερα, κοινή ονομασία ψαριών τού γένους Βλένιος (Blennius fasciatus ή Blennius planicornis). (Οικογένεια: Blenniidae). Άλλες ονομασίες: αγκιστροφάγος, αγκουροτσάκαλος, αγκουροτσάγκαλος
2. μτφ. βράχος, ύφαλος όπου μπλέκεται και καταστρέφεται η πετονιά και τα αγκίστρια της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγκιστροφάγος — ἀγκιστροφάγος, ον ο αγκιστροκλέφτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + φάγος < ἔφαγον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”